Δαμάστωρ

Δαμάστωρ
Δαμάστωρ
masc nom sg

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Look at other dictionaries:

  • Δαμάστωρ — Μυθολογικό πρόσωπο. Γίγαντας που επιχείρησε στη διάρκεια της Γιγαντομαχίας, μαζί με άλλους γίγαντες, να ανεβεί με σκάλα στον ουρανό για να καταπολεμήσει τους θεούς. Μην έχοντας άλλο όπλο, άρπαξε το πτώμα του αδελφού του, Πάλλαντα, που τον είχε… …   Dictionary of Greek

  • Δαμάστορος — Δαμάστωρ masc gen sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Damastor [1] — DAMASTOR, ŏris, Gr. Δαμάστωρ, ορος, des Agelaus Vater. Sieh Agelaus …   Gründliches mythologisches Lexikon

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”